- ανεξαργύρωτος
- η , ο [ος , ον ]1) необменённый (о валюте); 2) неоплаченный (о чеке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεξαργύρωτος — η, ο (για γραμμάτια, επιταγές κ.λπ.) αυτός που δεν έχει εξαργυρωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εξαργυρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
ανεξαργύρωτος — η, ο αυτός που δεν εξαργυρώθηκε, δεν ανταλλάχτηκε με χρήματα: Είχε ακόμη ανεξαργύρωτη την επιταγή που του έδωσαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)